ακράνης

ακράνης
ο
1. ο συνομήλικος
2. ο φίλος, ο σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. akran «όμοιος, σύντροφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακράνης — ο (λ. τουρκ.), σύντροφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”